αδικια

αδικια
    ἀδικία
    ἥ
    1) несправедливость, обида, насилие Her., Plat.
    

ἀδικίαν τινὸς κατηγορεῖν Eur. — винить кого-л. в несправедливости;

    περὴ θεοὺς ἀσέβεια, περὴ ἀνθρώπους ἀ. Xen. — нечестивость по отношению к богам, несправедливость по отношению к людям;
    ἄρξας ἀδικίης Her. — причинивший насилие первым, зачинщик, обидчик

    2) вред, ущерб, урон
    

ἐπ΄ ἀδικίᾳ τῆς πόλεως Dem. — во вред государству


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδικια" в других словарях:

  • ἀδικία — ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc/acc dual ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek

  • ἀδικίᾳ — ἀδικίαι , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικιά — η βλ. αδικία …   Dictionary of Greek

  • αδικία — η έλλειψη δικαιοσύνης: Αυτό που σου έγινε είναι μεγάλη αδικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικιά — η συκοφαντία: Του κόλλησαν την αδικιά, πως αυτός είχε κλέψει το πρόβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδίκια — ἀδίκιον malversation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίας — ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem acc pl ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίαι — ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίαν — ἀδικίᾱν , ἀδικία wrongdoing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικιῶν — ἀδικία wrongdoing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»